παραπομπῶν

παραπομπῶν
παραπομπή
convoying
fem gen pl
παραπομπός
attending as convoy
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλιβιζάτος, Αμίλκας — (Ληξούρι 1887 – 1969).Θεολόγος και συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής του κανονικού δικαίου και της ποιμαντικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1918 57) και ακαδημαϊκός (1962). Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και σπούδασε θεολογία …   Dictionary of Greek

  • Παπινιανός, Αιμίλιος — (Aemilius Papinianus, 142 – 212 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Διετέλεσε πραίτορας στα χρόνια του Σεπτιμίου Σεβήρου, τον οποίο, ως αυτοκρατορικός σύμβουλος, ακολούθησε στην εκστρατεία του στη Βρετάνη. Οι μεταγενέστεροί του νομικοί, με εξαίρεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”